Κυριακή, Σεπτεμβρίου 29, 2013

μακεδονικότητες

 

Η εμμονή στο αντιμακεδονικό δόγμα ευνοεί τη διάχυση των ακροδεξιών ιδεών στην Ελλάδα όσο και στη δημοκρατία της Μακεδονίας

Άκης Γαβριηλίδης

 

Αναδημοσίευση από περιδικό ΧΡΟΝΟΣ  //  τεύχος ΠΕΝΤΕ, Σεπτέμβριος 2013

ΧΡΟΝΟΣ on line περιοδικό με αφετηρία την Ελλάδα

 
Στιγμιότυπο

Στις Βρυξέλλες, πριν από δύο χρόνια περίπου, είχε οργανωθεί μια έκθεση –και μια σειρά συζητήσεων– για τα είκοσι χρόνια από τη διάλυση της ομοσπονδιακής Γιουγκοσλαβίας. Σε μία από αυτές τις συζητήσεις κλήθηκαν άτομα που κατάγονταν από τις διάφορες πρώην δημοκρατίες να μιλήσουν για την εμπειρία και τις αναμνήσεις τους. Μεταξύ αυτών, μία κυρία –χωρίς φυσικά να γνωρίζει αν στην αίθουσα ήταν παρόντες Έλληνες– ανέφερε το εξής: «Εγώ είμαι από τη Μακεδονία, μετανάστευσα στο Βέλγιο δέκα χρονών το 1965, και κάθε χρόνο προσπαθώ να επισκέπτομαι τη Μακεδονία και όσες άλλες δημοκρατίες μπορώ. Την τελευταία φορά που πήγα, ομολογώ ότι δεν μου άρεσε. Η χώρα έχει χάσει τη μακεδονικότητά της. Σαν Ελλάδα έχει γίνει!».

Πολιτισμικές οικειότητες

Τον Ιούνιο του 2013, στα Σκόπια, δόθηκαν στη δημοσιότητα τα αποτελέσματα μιας έρευνας που διεξήγαγε το Ινστιτούτο Κοινωνικών και Ανθρωπιστικών Επιστημών της πόλης σχετικά με το κυβερνητικό πρόγραμμα πολεοδομικής αναμόρφωσης Σκόπια 2014.

Ο τίτλος της έρευνας ήταν «Το πρόγραμμα Σκόπια 2014 και οι επιπτώσεις του στην αντίληψη περί μακεδονικής εθνικής ταυτότητας μεταξύ των πολιτών των Σκοπίων».

Τα ευρήματα αυτά είναι μάλλον απρόσμενα, με βάση τουλάχιστον την εικόνα που (δεν) έχουμε στην Ελλάδα για όσα συμβαίνουν στην κοινωνία της γειτονικής «χώρας χωρίς όνομα». Εδώ και είκοσι χρόνια τουλάχιστον, τα ελληνικά Μ.Μ.Ε. αναφέρονται στη Δημοκρατία της Μακεδονίας μόνο όταν βρίσκουν αφορμή να αναφερθούν σε κάποια «νέα πρόκληση των Σκοπιανών» ή, δευτερευόντως, σε εθνοτικές συγκρούσεις. Ακόμα και οι κατά καιρούς εθιμοτυπικές (υποτιθέμενες) «συνομιλίες για το όνομα» μετά βίας αναφέρονται πλέον, εφόσον ο καθένας γνωρίζει ότι είναι μία φάρσα στην οποία οι συνομιλητές προσέρχονται από υποχρέωση και όχι βεβαίως με σκοπό να επιτύχουν κάποιο αποτέλεσμα.

Ειδικότερα, όσες αναφορές υπήρξαν στο φαραωνικό πρόγραμμα «πολεοδομικής αναμόρφωσης» της κυβέρνησης Γκρούεφσκι, αυτονόητα εντάχθηκαν και αυτές στο οικείο αφηγηματικό σχήμα για τις «προκλήσεις των Σκοπιανών» (ή, κατά την πιο πρόσφατη ορολογία, στον αυταπόδεικτο «εθνικισμό» τους). Ένα σχήμα που, όπως κάθε ανάλογη ανάγνωση, δεν αφήνει περιθώρια για εσωτερικές διαφοροποιήσεις: αυτονόητα τεκμαίρεται ότι πίσω από το πρόγραμμα είναι στρατευμένοι σύσσωμοι οι κάτοικοι των Σκοπίων (και της Δημοκρατίας της Μακεδονίας – εξάλλου στα ελληνικά, δυνάμει της γνωστής γλωσσικής παραμόρφωσης, ως γνωστόν αυτά τα δύο είναι συνώνυμα).

Η έρευνα όμως έβγαλε μεταξύ άλλων συμπεράσματα όπως το εξής:

Όσον αφορά την ενεργοποίηση της καθημερινής κουλτούρας, τα ευρήματα δείχνουν ότι το πολιτιστικό πρόγραμμα Σκόπια 2014 είναι τελείως αποκομμένο από τους κώδικες πολιτιστικής οικειότητας που γίνονται αντιληπτοί ως αναντίρρητα χαρακτηριστικά της μακεδονικής κουλτούρας εγγεγραμμένα στην πολιτιστική της κληρονομιά. Μεταξύ των ερωτηθέντων φαίνεται να υπάρχει συναίνεση ότι τα πιο πολύτιμα και χαρακτηριστικά σημάδια της μακεδονικής κουλτούρας ανήκουν στον άυλο πολιτισμό: παραδοσιακή λαϊκή μουσική και χορός, φαγητό, γλώσσα και παραδοσιακό ύφος ζωής που συνδέεται με τις ορθόδοξες χριστιανικές αξίες. Η ομάδα με τις εθνικές μειονότητες έχει την ίδια αντίληψη.

Ως προς την ιστορική περίοδο που ορίζει τη μακεδονική ταυτότητα, το σύνολο των ερωτηθέντων ξεχώρισε τις ακόλουθες περιόδους ως πιο σημαντικές:

– την περίοδο «komiti», δηλαδή του ανταρτοπολέμου με στόχο τη δημιουργία ανεξάρτητου κράτους, με πρωτεργάτη την Ε.Μ.Ε.Ο./T.M.O.R.O., περί τα τέλη του 19ου αιώνα με αρχές του 20ού,

– την περίοδο του λεγόμενου διαφωτισμού (πνευματική εθνική αφύπνιση που προηγείται ή συμπίπτει με την περίοδο «komiti»),

– και, τέλος, τους παρτιζάνους (μαχητές για ένα αναγνωρισμένο κράτος ως τμήμα της Γιουγκοσλαβίας, με πρωτεργάτη το Κ.Κ.Γ.),

Οι ερωτηθέντες εξέφρασαν ένα αίσθημα είτε αντίθεσης είτε αδιαφορίας για την περίοδο της αρχαιότητας. Τα αισθήματα αδιαφορίας ήταν παρόντα επίσης και σε όσους δεν έχουν τίποτα εναντίον της κατασκευής του αγάλματος του Μεγάλου Αλεξάνδρου ή και την υποστηρίζουν.

Η πιο σημαντική ιστορική φυσιογνωμία, σύμφωνα με τους ερωτηθέντες, είναι ο Γκότσε Ντέλτσεφ (επαναστάτης της Ε.Μ.Ε.Ο. στο γύρισμα του 20ού αιώνα) και ο Νίκολα Κάρεφ (επαναστάτης της Ε.Μ.Ε.Ο.). Αναφέρθηκαν επίσης ο Κράλε Μάρκο (μυθική φιγούρα του Μεσαίωνα) και ο Αλέξανδρος ο Μέγας, από μία φορά ο καθένας.1

Ίσως λοιπόν να μην ευσταθεί η εντύπωση ότι οι Σκοπιανοί –είτε με την ελληνική είτε με την κανονική έννοια του όρου– κοιμούνται και ξυπνάνε με μόνη έγνοια πώς να κλέψουν την ελληνική πολιτισμική κληρονομιά· έχουν τα δικά τους ζητήματα ιστορικής μνήμης να διαπραγματευθούν, και μάλιστα φαίνεται ότι αυτό με το οποίο συνδέουν τη μακεδονικότητα είναι μία παράδοση ανταρσίας· ένα παρελθόν εθνικά και κοινωνικά απελευθερωτικών αγώνων.

Διαμελισμοί

Στις αρχές Σεπτεμβρίου, στη Μελβούρνη της Αυστραλίας, διεξήχθη συνέδριο με θέμα τα «100 χρόνια από τον διαμελισμό [partition] της Μακεδονίας». Το συνέδριο διοργάνωσε η Αυστραλιανή Μακεδονική Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Australian Macedonian Human Rights Committee) σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο Monash. Σε αυτό πήρε μέρος και ο υπογράφων, μετά από πρόσκληση των οργανωτών.

Η πρόσκληση οφειλόταν στο ότι κάποιοι μειονοτικοί από την ελληνική Μακεδονία είχαν μεταφράσει, εν αγνοία μου, στα μακεδονικά ένα άρθρο που είχα γράψει πέρσι για μια άλλη εκατονταετία – εκείνη της λεγόμενης «απελευθέρωσης της Θεσσαλονίκης». Από τα μακεδονικά κάποιοι Αυστραλοί το μετέφρασαν στα αγγλικά, οι οργανωτές διάβασαν αυτή την αγγλική μετάφραση, τους κίνησε το ενδιαφέρον και έτσι με κάλεσαν.

Επειδή όταν έλαβα την πρόσκληση δεν γνώριζα κάτι για τους διοργανωτές, απευθύνθηκα στην καλή μου φίλη Κατερίνα Κολόζοβα, καθηγήτρια φιλοσοφίας και έμφυλων σπουδών στα Σκόπια (και επιστημονική υπεύθυνη της έρευνας που αναφέρθηκε προηγουμένως – απλή συνωνυμία με τον Ορέστη Κολοζώφ του Κ.Κ.Ε.). Η Κολόζοβα με διαβεβαίωσε ότι η οργάνωση αυτή είναι από τις λίγες της μακεδονικής διασποράς με τις οποίες μπορεί να συνεννοηθεί, και άλλωστε επρόκειτο και η ίδια να λάβει μέρος στο συνέδριο με ανακοίνωση. Κατόπιν τούτου δέχτηκα.

Μέρες μόλις μετά τη θετική μου απάντηση, πληροφορήθηκα ότι, σε διαδικτυακό διάλογο, ένας συνομιλητής με το ψευδώνυμο «Αρβανίτικο κεφάλι» «κατήγγελλε» τη συμμετοχή μου ως εθνοπροδοτική πράξη, αναφέροντας μάλιστα και λεπτομέρειες για το τι σκόπευα να πω. Επί κάποιες μέρες είχα πειστεί ότι παρακολουθείται το ιμέιλ μου, εφόσον μόνο μέσα απ’ αυτό είχε διεξαχθεί η σχετική ανταλλαγή. Τελικά διευκρινίστηκε ότι ένα προσωρινό πρόγραμμα του συνεδρίου είχε αναρτηθεί σε ένα σάιτ εθνοτικά Μακεδόνων Ελλήνων. Παρ’ όλα αυτά, είναι εντυπωσιακό ότι κάποιοι –χωρίς προφανώς να έχουν σχετική επαγγελματική υποχρέωση– αφιερώνουν τόσο χρόνο και ενέργεια για να παρακολουθούν νυχθημερόν την παραμικρή δραστηριότητα που αφορά την εθνοτική αυτή ομάδα, ψάχνοντας με το ντουφέκι να βρουν κι αυτοί νέες «προκλήσεις» να καταγγείλουν.

Μακεδόνες του Αιγαίου

Η εμπειρία του συνεδρίου ήταν τρομερά γόνιμη, αρκετά διαφορετική απ’ ό,τι την περίμενα και διδακτική.

Από άποψη τόσο επιστημονική όσο και επικοινωνιακή, το συνέδριο ήταν έτη φωτός μπροστά σε σχέση με οτιδήποτε μπορούμε να φανταστούμε να οργανώνεται από την ελληνική πλευρά για την ιστορία της Μακεδονίας.

Όλες ανεξαιρέτως οι εισηγήσεις είχαν από επαρκές έως πολύ καλό επιστημονικό επίπεδο, και ήταν ενήμερες για τις πρόσφατες συζητήσεις και κατακτήσεις στον χώρο των κοινωνικών επιστημών. Καμία από αυτές δεν είχε κάποιο στοιχείο μικροπολιτικής ρητορείας ή εθνοτικού μίσους. Τις λίγες –μόλις δύο ή τρεις– φορές που κάποια τέτοια τάση άρχιζε να διαφαίνεται σε τοποθετήσεις από το ακροατήριο, ο Τζορτζ Βλάχοφ που διηύθυνε τη συζήτηση «μάζεψε» με τακτ –και με άνεση– τους επίδοξους μακεδονομάχους, χωρίς να τους λογοκρίνει, με απλά και πρακτικά μέσα («μη μακρηγορείτε», «έχετε κάποια ερώτηση;» κ.τ.τ.).

Αυτό όμως που με εξέπληξε περισσότερο ήταν η προσωπική επαφή με τους συνέδρους και το ακροατήριο. Κατ’ αρχάς σχεδόν όλοι, ή τουλάχιστον όλοι οι άνω των 50-60 ετών, μιλούσαν ελληνικά, πολλοί είχαν συγγενείς στη «Μακεδονία του Αιγαίου», όπως την αποκαλούν, τους οποίους επισκέπτονται τακτικά, κάποιοι μάλιστα είχαν και τις ποδοσφαιρικές τους προτιμήσεις μεταξύ των ομάδων που παίζουν στο ελληνικό πρωτάθλημα. Συνολικά, η ελληνική εμπειρία αποτελεί μία διάσταση του βιώματός τους, ενώ για μας δεν ισχύει το αντίστροφο.

Η ίδια ασυμμετρία παρατηρείται στις αντίστοιχες αντιδράσεις γύρω από το ζήτημα του ονόματος. Στην πεισματική άρνηση των περισσότερων Ελλήνων να συζητήσουν την ονομασία «Δημοκρατία της Μακεδονίας» διαβλέπει κανείς μία φόρτιση τρομερά βαθιά, αλλά ταυτόχρονα και ανορθολογική, ή τουλάχιστον αναντίστοιχη με τις εξηγήσεις που επικαλούνται οι ομιλούντες. Υπάρχει αναφορά σε κάποια τρομερή απειλή, κάποια τρομερή καταστροφή που θα επέλθει εάν γίνει δεκτό αυτό το όνομα, αλλά όταν έρχεται η ώρα να εκτεθεί ποια είναι αυτή η απειλή, οι απαντήσεις δεν ηχούν πειστικές.

Αντίθετα, συνομιλώντας με τους Μακεδόνες –τουλάχιστον με εκείνους που συνάντησα εγώ· μπορεί να μην είναι αντιπροσωπευτικό δείγμα, αλλά πάντως είναι υπαρκτοί–, διαπιστώνει κανείς ασφαλώς πικρία, αποδοκιμασία, δυσάρεστη έκπληξη για τη στάση της Ελλάδας, όχι όμως α πριόρι απόρριψη, εθνοτικό μίσος ή περιφρόνηση ανάλογη με αυτήν που εκφράζουν οι περισσότεροι Έλληνες συλλήβδην για τους «Σκοπιανούς» χωρίς να έχουν δει έστω και έναν απ’ αυτούς στα μάτια τους.

Αδράνειες

Είναι μία πολύ παλιά –αλλά όχι γι’ αυτό λιγότερο αληθινή– αλληγορία ότι, όταν το ζήτημα είναι να κάνουμε κάποιον να βγάλει το πανωφόρι του, ο ήλιος τα καταφέρνει καλύτερα από τον άνεμο. Η δυσπιστία και η εχθρότητα δεν ξεπερνιέται με πολεμικές και με επικρίσεις αλλά με εμπιστοσύνη.

Νομίζω ότι είκοσι και πλέον χρόνια αντιπαλότητας είναι αρκετά να μας κάνουν – να κάνουν κάποιους μέσα στην ελληνική κοινωνία– να αναρωτηθούμε αν έχει πλέον κάποιο νόημα και κάποια χρησιμότητα ο νέος «μακεδονικός αγώνας». Καθόσον μπορώ να δω, αν κάποιους ωφέλησε ο αγώνας αυτός, αυτοί σίγουρα ήταν οι επαγγελματίες πατριώτες που έχτισαν την πολιτική τους καριέρα επιτελώντας τον ρόλο του ανυποχώρητου πατριώτη, τόσο στην από δω όσο και –στη συνέχεια– στην από εκεί μεριά των συνόρων. Το πρόβλημα όμως δεν περιορίζεται σε κάποιους καριερίστες.

Το διάστημα αυτό που διάφοροι «πέφτουν απ’ τα σύννεφα» ανακαλύπτοντας την πραγματική φύση της Χρυσής Αυγής, ίσως ήρθε ο καιρός να αναλογιστούμε ότι η διάχυση του «αντισκοπιανισμού» στην ελληνική κοινωνία ουσιαστικά υπήρξε το πρώτο ξέπλυμα της Ακροδεξιάς από την απαξίωση και την ανυποληψία στην οποία είχε περιπέσει μετά τη δικτατορία και την καταστροφή της Κύπρου. Πριν φτάσει ο Μπάμπης Παπαπαναγιώτου να διατυπώνει σήμερα το αξίωμα ότι «ο εθνικισμός δεν είναι πια ντροπή», το αξίωμα αυτό είχε κάνει έμπρακτα τα πρώτα του βήματα στα συλλαλητήρια της Θεσσαλονίκης και άλλων πόλεων στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Και φυσικά το έγκλημα δεν ήταν στιγμιαίο αλλά διαρκές, ανανεωνόταν ανά πάσα στιγμή, άπαξ και εμπεδώθηκε έκτοτε ως θέσφατο για την ελληνική πολιτική σκηνή η πάση θυσία παρεμπόδιση της αναγνώρισης της Δημοκρατίας της Μακεδονίας με το συνταγματικό της όνομα.

Η αξίωση μιας χώρας να καθορίσει το όνομα μιας άλλης είναι κατ’ αρχάς πρωτάκουστη και παράλογη. Πάνω απ’ όλα, είναι ανέφικτη: ούτε ο Θεός ο ίδιος δεν μπορεί να υποχρεώσει επτά δισεκατομμύρια ανθρώπους να λένε «τραπέζι» αντί «καρέκλα». Αλλά και εφικτή να ήταν, τι κέρδος θα είχε η Ελλάδα να την επιβάλει; Όλα αυτά τα χρόνια, όλος ο κόσμος λέει «Δημοκρατία της Μακεδονίας» και δεν έπεσε ο ουρανός στο κεφάλι κανενός.

Το γεγονός όμως ότι, ακριβώς, είναι ανέφικτη η επίτευξη του στόχου, δεν οδηγεί στην κατάρρευση της καμπάνιας, αλλά αντίθετα είναι αυτό που επιτρέπει την επ’ άπειρον διαιώνισή της – εφόσον δεν κινδυνεύει ποτέ να πετύχει τον στόχο της και έτσι να γίνει περιττή. Η «αποτυχία» της είναι η ίδια η λειτουργία της. Οι νέοι μακεδονομάχοι, αν έχουν στοιχειώδη αντίληψη, μάλλον αντιλαμβάνονται πολύ καλά ότι δεν πρόκειται να καταφέρουν ποτέ να πείσουν άλλους να συμμεριστούν τη λόξα τους και να λένε «τα Σκόπια» αντί «η Μακεδονία». Πρόκειται για μία αποικιοκρατικού τύπου άρνηση του δικαιώματος ενός ολόκληρου λαού να επιλέγει πώς θα ορίσει τον εαυτό του, η οποία είναι ακατανόητη σε οποιονδήποτε εχέφρονα άνθρωπο εκτός Ελλάδος. Ξέρουν όμως εξίσου καλά ότι όσο (παριστάνουν ότι) επιδιώκουν αυτόν τον ανέφικτο στόχο, «κλειδώνουν» τον δημόσιο λόγο εντός Ελλάδος σε αντίστοιχες θέσεις και διατηρούν σε λειτουργία μία πανίσχυρη τεχνολογία εκφασισμού· μια τεχνολογία διανοητικών και ενίοτε υλικών περιφράξεων, εδαφικοποίησης, διαρκούς «αιχμαλώτισης της πολεμικής μηχανής»,2 ανακωδικοποίησης των επιθυμητικών ροών. Με άλλα λόγια, μια διαρκή «εισαγωγή στη φασιστική ζωή».3 Η αναντίρρητη αποδοχή της αποικιοκρατικής αξίωσης από όλο το πολιτικό και κοινωνικό φάσμα, έστω και με το φύλλο συκής του «γεωγραφικού προσδιορισμού», αποτελεί γι’ αυτούς την κότα που γεννά τα χρυσά αυγά – και τη Χρυσή Αυγή. Όσο αυτή η αξίωση δεν αμφισβητείται από κανέναν, η Χρυσή Αυγή έχει έναν τεράστιο «διάδρομο» για να προωθεί το παιχνίδι της ανενόχλητη.

Το ίδιο φυσικά και οι εμπνευστές του φαραωνικού σχεδίου «Σκόπια 2014»: ο ένας εθνικισμός όχι μόνο τρέφει τον άλλον, αλλά και μιμείται τον άλλον. Γι’ αυτό και τα Σκόπια αρχίζουν πραγματικά να μοιάζουν σαν Θεσσαλονίκη. Η οποία Θεσσαλονίκη ούτως ή άλλως, από την άποψη των αγαλμάτων της, και ιδίως εκείνου του πρόσφατου στην παραλία που παριστάνει τον Τοντόρ Ζίβκοφ μεταμφιεσμένο σε Καραμανλή, ήδη έμοιαζε λίγο σαν Σόφια ή σαν Βαρσοβία της δεκαετίας του ’80.

Αν λοιπόν θέλουμε να υπονομεύσουμε το έδαφος πάνω στο οποίο πατάει η διάχυση των ακροδεξιών ιδεών στην Ελλάδα αλλά και στη Μακεδονία, ίσως ήρθε ο καιρός να επανεξετάσουμε την ισχύ τού «αντιμακεδονικού δόγματος», στο οποίο παγιδευτήκαμε πριν από είκοσι και πλέον χρόνια, μέσα σε μια τελείως διαφορετική διεθνή συγκυρία, και στο οποίο εμμένουμε κυρίως από ξεροκεφαλιά ή από τη δύναμη της αδράνειας. Η εξυπηρέτηση του δόγματος αυτού το μόνο που προσφέρει είναι να διασπαθίζει το «διπλωματικό κεφάλαιο» της Ελλάδας σε στόχους χωρίς νόημα, να την κάνει αντιπαθή διεθνώς σε μια περίοδο όπου κάτι τέτοιο είναι λιγότερο από κάθε άλλη φορά απαραίτητο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου